σφοδρούμαι

σφοδρούμαι
-όομαι, Α [σφοδρός]
(για άνεμο και για ασθένεια) γίνομαι σφοδρός, επιδεινώνομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”